- πετρόμυζο
- το, Νκυκλόστομο ψάρι, η λάμπραινα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. petromyzon < πέτρα + μύζω (II) «ρουφώ, πιπιλίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμμοκίτης — (ammocoetes). Η προνύμφη των ψαριών του γένους πετρόμυζο. Έχει μήκος 10 έως 20 εκ., σώμα πεταλοειδές και μάτια ατροφικά. Το στάδιο της προνύμφης διαρκεί από 2 έως 7 χρόνια. Ζει στους πυθμένες των ποταμών και των λιμνών μέσα σε στοές τις οποίες… … Dictionary of Greek